- πυροφόροι
- πῡροφόροι , πυροφόροςinflammatory missilesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάσε, Στέργιο — Αλβανός συγγραφέας (Γκλομπότς, Κορτς 1914). Όλα του τα έργα είναι εμπνευσμένα από την κοινωνική ζωή της χώρας του. Με το πρώτο του μυθιστόρημα Γιατί; (1935), ο Σ. μας περιγράφει τη δραματική κατάσταση της νεολαίας στην περίοδο του… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek